ἁρπάζεται

ἁρπάζεται
ἁρπάζω
snatch away
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • възхытатисѧ — ВЪЗХЫТА|ТИСѦ (2*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Похищаться: ни д҃ва на(м) въсхытае(т)сѩ (ἁρπάζεται) ГБ XIV, 15б; съзиже(т) болша. не вѣдыи ˫ако ѿнюду же преже въсхытаѥтсѩ. [смертью] Там же, 117б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CELEUS — Rex Eleusinae, pater Triptolemi, cui Ceres, quod esset ab illo excepta hospitiô, commonstravit omnem agriculturae rationem. Eius vilis et rusticana supellex abbit in provetbium, Virg. Georg. l. 1. v. 165. Virgea praeterea Celei, vilisque supellex …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έλωρ — ἕλωρ, το (Α) 1. αυτός που αρπάζεται με τη βία, λάφυρο, λεία 2. στον πληθ. φόνος, θάνατος …   Dictionary of Greek

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • ρύσιον — και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α [ῥυτός (ΙΙ)] 1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῡ ῥυσίου θ ἥμαρτε», Αισχύλ.) β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το… …   Dictionary of Greek

  • στέρημα — το, ΝΜΑ [στερώ] 1. καθετί που στερείται κανείς 2. στέρηση αρχ. καθετί που αφαιρείται ή αρπάζεται από κάποιον …   Dictionary of Greek

  • τίποτε — και τίποτα και τίποτις και τίποτσι και τίβοτας και τίβοτις και τίβοτσι και τίοτα και τίοτις Ν άκλ. (αόρ. αντων.) 1. (γενικά) κάτι (α. «έμαθες τίποτε;» β. «έχεις τίποτε ψιλά πάνω σου;») 2. κάτι σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη τίποτε;») 3 …   Dictionary of Greek

  • αψύς, -ιά, -ύ — και αψός, ιά, ό 1. (για ανθρώπους), οξύθυμος, ευερέθιστος: Είναι άνθρωπος αψύς κι αρπάζεται εύκολα. 2. (για πράγματα), δριμύς, καυστικός: Πολύ αψιά η ρακή που ήπιαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁρπάζεθ' — ἁ̱ρπάζετο , ἁρπάζω snatch away imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἁ̱ρπάζετε , ἁρπάζω snatch away imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἁρπάζετε , ἁρπάζω snatch away pres imperat act 2nd pl ἁρπάζετε , ἁρπάζω snatch away pres ind act 2nd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”